εμπιστεύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ 1 ορισμός
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 8:
'''{{PAGENAME}}'''
# (''με αιτιατική προσώπου'') έχω [[εμπιστοσύνη]] σε κάποιον
#: ''δεν μπορεί κανείς να τον '''εμπιστευτεί''', δεν τηρεί ποτέ το λόγο του''
# (''με αιτιατική και γενική ή εμπρόθετο'') αφήνω κάτι στη φύλαξη κάποιου στον οποίο έχω εμπιστοσύνη
#: ''ο καταζητούμενος εξαπάτησε πολλούς που του '''εμπιστεύτηκαν''' τα χρήματά τους''
#* (''μεταφορικά''){{μτφρ}} [[φανερώνω]] ένα [[μυστικό]] σε κάποιον
#*: ''του '''εμπιστεύτηκα''' κάτι και το είπε σε όλο τον κόσμο''