γέρικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 8:
# που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν [[ηλικιωμένος|ηλικιωμένο]] · που έχει πια [[γερνώ|γεράσει]]
#: ''Είπε, κι' ο νους του σάστισε του γέρου απ' την τρομάρα, κι' όρθιες στο '''γέρικο''' κορμί τ' ασκώθηκαν οι τρίχες'' (Αλ. Πάλλη, Μετάφραση της Ιλιάδας, Ω 358-359)
# που είναι μεγάλης ηλικίας (για ζώα)
#: ''ένα '''γέρικο''' σκυλί''
# {{μτφρ}} [[παλιός]] και με όσα προβλήματα συνεπάγεται αυτό
#: ''ένα '''γέρικο''' αυτοκίνητο''
|