ἐκπλήττομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-grc-}}== {| style="background:#F5F5DC" border=3 align=right ! colspan="2" style="background:#8FBC8F" | <center> '''Αρχικοί Χρόνοι''' </center> |----- ! styl...
 
Γραμμή 25:
 
==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' και ἐκπλήσσομαιἐκπλή'''σσ'''ομαι
# [[σοκάρομαι]], [[καταπλήσσω|καταπλήσσομαι]] με τη δυσάρεστη συνήθως έννοια, [[εκπλήσσομαι]] δυσάρεστα, [[τρομοκρατώ|τρομοκρατούμαι]], κόβομαι απότομα, σταματώ από φόβο, [[πλήττω|πλήττομαι]] από κάτι ισχυρά. Το ρήμα συνηθιζόταν κυρίως στον [[αόριστος|αόριστο]]
#:''χαρᾷ δὲ μὴ ''''κπλαγῇς''' φρένας'' (μην αφήσεις τη χαρά να πλήξει τη λογική σου)