βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7:
# [[κρατώ]], [[στηρίζω]]
#: ''τον '''βάσταγε''' από το χέρι''
# [[συγκρατώ]]
#: ''τον '''βαστάγανε''' τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του''
# [[αντέχω]]
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα''
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/βαστώ"