κλείνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +tr:κλείνω
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 8:
{{-ρημ-|el}}
'''{{PAGENAME}}'''
# {{μτβ}} [[μετακινώ]] κάτι ώστε να εμποδίζει το πέρασμα από έναν χώρο σε έναν άλλο
* {{προσχέδιο-ορισμ}}
#: '''''κλείνω''' την πόρτα, το παράθυρο''
## {{αμτβ}} [[μετακινούμαι]] ώστε να μην υπάρχει πέρασμα
##: ''η πόρτα '''έκλεισε'''''
# {{μτβ}} (''για αισθητήρια όργανα'') κάνω την απαραίτητη κίνηση ώστε να πάψει να λειτουργεί ένα αισθητήριο όργανο
## '''κλείνω το στόμα''': ενώνω τις σιαγόνες
### '''κλείνω το στόμα κάποιου''': {{μτφρ}} τον εμποδίζω να μιλήσει / του στερώ τα επιχειρήματα
## '''κλείνω τα μάτια'''
### μετακινώ τα βλέφαρα προς τα κάτω
### [[κοιμάμαι]]
### [[πεθαίνω]]
### {{μτφρ}} [[προσποιούμαι]] ότι δεν βλέπω μια πραγματικότητα
## '''κλείνω τ' αφτιά μου''': {{μτφρ}} αρνούμαι να ακούσω κάτι
# {{μτβ}} (''+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο'') εμποδίζω την πρόσβαση σε ένα χώρο
#: ''θα πάω να '''κλείσω''' την αποθήκη''
#: '''''κλείνω''' την ντουλάπα''
#: '''''κλείνω''' το συρτάρι (ωθώντας το προς τα μέσα)''
#: ''το χιόνι '''έκλεισε''' τους δρόμους''
## {{αμτβ}}
##: ''ο δρόμος '''έκλεισε'''''
# {{μτβ}} (''+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει χώρο εξυπηρέτησης του κοινού'') [[παύω]] να εργάζομαι και να εξυπηρετώ το κοινό
#: ''τι ώρα θα κλείσεις το μαγαζί σου σήμερα;''
## {{αμτβ}} [[σταματώ]] να [[λειτουργώ]]
##: ''οι τράπεζες θα '''κλείσουν''' σε λίγο''
# {{μτβ}} (''+ αιτιατική ονόματος που δηλώνει επιχείρηση) [[τερματίζω]] τη λειτουργία μιας επιχείρησης ή υποκαταστήματος
#: ''η Τράπεζά θα '''κλείσει''' το ένα από τα δύο υποκαταστήματά της στην πόλη σας''
## {{αμτβ}}
##: ''ακούστηκε ότι θα '''κλείσει''' το νέο σουπερμάρκετ''
# {{μτβ}} [[τερματίζω]], ενεργώ έτσι ώστε να ολοκληρωθεί μια διαδικασία
#: ''ο πρόεδρος '''έκλεισε ''' τη συζήτηση για το περιβάλλον με την ομιλία του''
## {{αμτβ}}
##: ''το συνέδριο θα '''κλείσει''' με την ομιλία του Προέδρου''
# {{μτβ}} γυρίζω ένα διακόπτη ώστε να σταματήσει η [[ροή]] σε ένα δίκτυο
#: '''''κλείνω''' το διακόπτη, το φως, τη βρύση''
## {{μτβ}} (''για ηλεκτρικές συσκευές'') σταματώ τη λειτουργία
##: '''''κλείνω''' την τηλεόραση, τον υπολογιστή''
## {{αμτβ}}
##: ''ο υπολογιστής μου πάλι '''έκλεισε''' απροειδοποίητα''
# {{μτβ}} καλύπτω ένα κενό με μια μάζα υλικού, [[βουλώνω]]
#: ''έκλεισε μερικές τρύπες στον τοίχο με στόκο''
# {{μτβ}} [[μαζεύω]] κάτι<!-- αυτό χρειάζεται επέκταση -->
#: '''''κλείνω''' τη βεντάλια''
#: '''κλείνω''' το χέρι μου'' (μαζεύοντας τα δάχτυλα)
#: '''κλείνω''' τα πόδια μου, τα ενώνω
# {{μτβ}} καλύπτω ένα [[άνοιγμα]] ώστε να κρύψω αυτό που βρίσκεται από κάτω ή μέσα
## (''για ρούχα'') [[κουμπώνω]] ή [[ανεβάζω]] το [[φερμουάρ]]
## κάνω [[ράμμα|ράμματα]] μετά από χειρουργική επέμβαση
##: ''τον '''κλείσανε''' όταν βρήκαν τους πνεύμονές του κατεστραμμένους''
# [[καλύπτω]] ένα δοχείο ή μπουκάλι με το σκέπασμά του
 
{{-αντ-}}
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/wiki/κλείνω"