Συνεισφορές χρήστη 2A02:587:4115:F2C3:5911:7DFB:DECB:75D
Για τον 2A02:587:4115:F2C3:5911:7DFB:DECB:75D συζήτηση Καταγραφές φραγών καταγραφές καταγραφές καταχρήσεων
27 Φεβρουαρίου 2020
- 23:2123:21, 27 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +25 pod →{{ουσιαστικό|en}}: το καρπόφυλλο υπάρχει και στο άνθος [όμως έχει διαφορετικά μέλη], και αυτό γίνεται χέδρωπας [υπάρχουν διαφορές ανά φυτό, συνήθως η ωοθήκη γίνεται χέδρωπας] - τσέκαρε την λέξη
- 22:5022:50, 27 Φεβρουαρίου 2020 διαφ. ιστορ. +25 επαρκώ →{{μεταφράσεις}}: cut-it. Verb. (third-person singular simple present cuts it, present participle cutting it, simple past and past participle cut it) (idiomatic) To suffice; to be effective or successful. Sometimes, professional tools are necessary and homespun solutions just don't cut it. Cut-it dictionary definition | cut-it defined - YourDictionary