Συνεισφορές χρήστη 2A02:587:410A:3C00:3131:9048:7A55:5364
Για τον 2A02:587:410A:3C00:3131:9048:7A55:5364 συζήτηση Καταγραφές φραγών καταγραφές καταγραφές καταχρήσεων
4 Ιουλίου 2018
- 03:2903:29, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +55 extrapolation Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 03:2803:28, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +468 extrapolation →Ουσιαστικό Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 03:1803:18, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +55 contraption →Ουσιαστικό Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 02:2202:22, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +54 ασθενές φύλο →Μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 02:2102:21, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +36 ασθενές φύλο →Μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 02:1902:19, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +38 ασθενές φύλο Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 02:1802:18, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +182 Ν ασθενές φύλο →Ελληνικά (el) Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 02:0902:09, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +108 πρωτοκαθεδρία →Ουσιαστικό Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 02:0702:07, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +423 πρωτοκαθεδρία →Μεταφράσεις Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 01:5701:57, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +35 εν εξελίξει Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 01:5401:54, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +486 εν εξελίξει →Μεταφράσεις: }}, {{τ|en| Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 01:4801:48, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +17 εν εξελίξει →Μεταφράσεις: afoot /əˈfʊt/ adverb & adjective 1. in preparation or progress; happening or beginning to happen. "plans are afoot for a festival" synonyms: going on, happening, around, about, abroad, circulating, current, stirring, in circulation, at large, going about, in the air, in the wind; More 2. NORTH AMERICAN on foot. "they were forced to go afoot" Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
- 00:3900:39, 4 Ιουλίου 2018 διαφ. ιστορ. +109 Ν FAQ →Αγγλικά (en) Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό