Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΕΛΛΑΣ < Ελληνική Λαϊκή Συσπείρωσις

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΕΛ.ΛΑ.Σ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • (πολιτική): σύγχρονο ελληνικό πολιτικό κόμμα