Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. ΕΚΠ <  : Ελάχιστο Κοινό Πολλαπλάσιο
  2. ΕΚΠ <  : Εργατικό Κέντρο Πειραιά

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΕΚΠ αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  1. (μαθηματικά) ο μικρότερος από τα κοινά πολλαπλάσια δύο ή περισσότερων αριθμών

  Μεταφράσεις επεξεργασία