Δωδεκανησία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δωδεκανησία < Δωδεκανήσιος + -ία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δωδεκανησία θηλυκό
- (λόγιο πατριδωνυμικό) θηλυκό του Δωδεκανήσιος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Δωδεκανήσιος
Δωδεκανησία
{μτφ-τέλος}} |