Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δεσπότη < γενικού ενικού του αρσενικού Δεσπότης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δεσπότη θηλυκό

Μεταγραφές επεξεργασία