Δείτε επίσης: δασά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δασά < εβραϊκή לָשַׁע (λε-σσά)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δασά θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία