Δαμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δαμώ | ||
γενική | της | Δαμώς & Δαμούς | ||
αιτιατική | τη | Δαμώ | ||
κλητική | Δαμώ | |||
Η γενική ενικού -ούς είναι λόγια, αρχαιόπρεπη. | ||||
Κατηγορία όπως «ηχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δαμώ < αρχαία ελληνική Δαμώ < δᾶμος. Δείτε και τη μορφή Δημώ < δῆμος.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαμώ θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Δαμώ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Δαμώ | ||
γενική | τῆς | Δαμοῦς | ||
δοτική | τῇ | Δαμοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | Δαμώ | ||
κλητική ὦ! | Δαμοῖ | |||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δαμώ < δωρικός τύπος δᾶμ(ος) + -ώ. Από το δῆμος > η μορφή Δημώ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαμώ, -οῦς θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Δαμώ, Δημώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Δαμώ, Δημώ - ΘΕΤΙΜΑ, Αρχαίες Ελληνικές Διάλεκτοι - Λεξικό κυρίων ονομάτων στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012