Ετυμολογία

επεξεργασία
Δέλφου < γενική ενικού του αρσενικού Δέλφος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δέλφου θηλυκό (αρσενικό Δέλφος)

Μεταγραφές

επεξεργασία