Ετυμολογία

επεξεργασία
Δάνδολα < γενική ενικού του αρσενικού Δάνδολας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δάνδολα θηλυκό (αρσενικό Δάνδολας)

Μεταγραφές

επεξεργασία