Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΟΥ <  :
  • Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία
  • Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών

  Συντομομορφή

επεξεργασία

Δ.Ο.Υ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Η κατά τόπους αρμόδια εφορία.
    Υπάγομαι στην Α' Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου

  Προφορά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία