ΔΟΥ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ΔΟΥ < :
- Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία
- Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών
Συντομομορφή επεξεργασία
Δ.Ο.Υ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Η κατά τόπους αρμόδια εφορία.
- Υπάγομαι στην Α' Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /'ðo̞.i/
Μεταφράσεις επεξεργασία
ΔΟΥ
|