Γουνεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γουνεύς < γουνός + -εύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓουνεύς, -έως/-ῆος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 748
- Γουνεὺς δ᾽ ἐκ Κύφου ἦγε δύω καὶ εἴκοσι νῆας·
- Ήλθε απ᾽ την Κύφον ο Γουνεύς με εικοσιδύο πρύμνες·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Γουνεὺς δ᾽ ἐκ Κύφου ἦγε δύω καὶ εἴκοσι νῆας·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 279 (277-279)
- Αἰνιάνων δὲ δωδεκάστολοι | νᾶες ἦσαν, ὧν ἄναξ | Γουνεὺς ἆρχε·
- Δώδεκα ήταν των Αινιάνων | τα καράβια, |κι ο Γουνέας, ο βασιλιάς τους, αρχηγός·
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στην Αυλίδα: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- Αἰνιάνων δὲ δωδεκάστολοι | νᾶες ἦσαν, ὧν ἄναξ | Γουνεὺς ἆρχε·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 748
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Γουνεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.