Γουδιού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Γουδιού < γενική ενικού του αρσενικού Γουδιός
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Γουδιού θηλυκό (αρσενικό Γουδιός)
Γουδιού θηλυκό (αρσενικό Γουδιός)