Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γιοκότε < λείπει η ετυμολογία

  Μεταγραφή επεξεργασία

Γιοκότε θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία