Γενηκιοϊλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γενηκιοϊλής < τουρκική Yeniköyli (με καταγωγή από το Γενίκιοϊ) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓενηκιοϊλής αρσενικό
Γενηκιοϊλής αρσενικό