Γαγανέλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Γαγανέλης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική غاغا (gaga, ράμφος) + -νέλης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓαγανέλης αρσενικό (θηλυκό Γαγανέλη)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Γαγανέλης σελ.102 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.
- σελ. 1334 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).