Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΓΟΕΒ < Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων

  Συντομομορφή επεξεργασία

Γ.Ο.Ε.Β. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων