Βόιτσεχ
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βόιτσεχ < πολωνική Wojciech < αρχαία πολωνικά: wój «πόλεμος, πολεμικός» + αρχαία πολωνικά: ciech < αρχαία πολωνικά: tech «χαρά, ευχαρίστηση». Συγγενείς, τσεχική Vojtěch and σλοβακική Vojtech.
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒόιτσεχ αρσενικό