Ετυμολογία

επεξεργασία
Βουκόλου < γενική ενικού του αρσενικού Βουκόλος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βουκόλου θηλυκό (αρσενικό Βουκόλος)

Μεταγραφές

επεξεργασία