Βολτέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- Βολτέρα < γενική ενικού του αρσενικού Βολτέρας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒολτέρα θηλυκό (αρσενικό Βολτέρας)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαΜεταγραφή
επεξεργασίαΒολτέρα θηλυκό