Ετυμολογία

επεξεργασία
Βενάρδου < γενική ενικού του αρσενικού Βενάρδος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Βενάρδου θηλυκό (αρσενικό Βενάρδος)

Μεταγραφές

επεξεργασία