Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαλσαμούλλα < Βαλσαμώ‎ + -ούλλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαλσαμούλλα θηλυκό