Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαλδένσιοι < αγγλ.: Waldensians ή Waldenses / γαλλ. Vaudois

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Βαλδένσιοι αρσενικό ή Ουαλδένσιοι ή Βάλδιοι

  • μέλη Χριστιανικού κινήματος του Μεσαίωνα, του οποίου μέλη εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα σε διάφορες χώρες

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία