Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αὐτοκλῆς < αυτο- + -κλῆς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αὐτοκλῆς αρσενικό