Αφεντοκλέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αφεντοκλέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑφεντοκλέας αρσενικό (θηλυκό Αφεντοκλέα)
Αφεντοκλέας αρσενικό (θηλυκό Αφεντοκλέα)