Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ασπρούδα < άσπρ(ος) + -ούδα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασπρούδα θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • στον πληθυντικό "Ασπρούδες" χαρακτηρίζονται υπο-ποικιλίες στα επιμέρους Κυκλαδονήσια: π.χ. Ασπρούδα Πάρου, Ασπρούδα Νάξου, Τήνου κ.α.

  Μεταφράσεις επεξεργασία