Αποστολακέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αποστολακέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑποστολακέας αρσενικό (θηλυκό Αποστολακέα)
Αποστολακέας αρσενικό (θηλυκό Αποστολακέα)