Αναγνωσταρά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Αναγνωσταρά < γενική ενικού του αρσενικού Αναγνωσταράς
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αναγνωσταρά θηλυκό (αρσενικό Αναγνωσταράς)
Αναγνωσταρά θηλυκό (αρσενικό Αναγνωσταράς)