Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αματιτλάν < Amatitlan

  Μεταγραφή επεξεργασία

Αματιτλάν θηλυκό άκλιτο

  1. πόλη της Γουατεμάλας
  2. λίμνη της Γουατεμάλας (Lago de Amatitlan)

  Μεταφράσεις επεξεργασία