Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αιγιάλη < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αιγιάλη θηλυκό

  • (περιοχή) παράλια κοινότητα, όρμος και λιμένας στη βόρειο-βορειοδυτική Αμοργό

  Μεταφράσεις επεξεργασία