Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αδάμας < αδάμας (διαμάντι)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αδάμας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία