Αγοραστού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Αγοραστού < γενική ενικού του αρσενικού Αγοραστός
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αγοραστού θηλυκό (αρσενικό Αγοραστός)
Αγοραστού θηλυκό (αρσενικό Αγοραστός)