Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αγαλαρίδου < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Αγαλαρίδης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αγαλαρίδου θηλυκό άκλιτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία