Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΑΣΟΠ < Ανώτατο Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Σ.Ο.Π. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Ανώτατο Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής