Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΑΣΕΔΟ < Ανώτατη Συντονιστική Επιτροπή Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Σ.Ε.Δ.Ο. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Ανώτατη Συντονιστική Επιτροπή Δημοσιοϋπαλληλικών Οργανώσεων