Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΑΠ <  : Αγνώστου Πατρός
ΑΠ <  : Αστυνομία Πόλεων
ΑΠ <  : Άρειος Πάγος

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Π. θηλυκό, αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο