Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Ο.Ο.Α. αρσενικό αρκτικόλεξο

  • Αυτόνομος Οικοδομικός Οργανισμός Αξιωματικών