Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Ο.Ε.Κ. αρσενικό ακρωνύμιο

  • Αυτόνομος Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας