Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Έιμπραμς < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Έιμπραμς αρσενικό ή θηλυκό