Δείτε επίσης: άτσαλα, Ατσάλα, Ατσαλά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Άτσαλα < γενική ενικού του αρσενικού Άτσαλας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Άτσαλα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία