Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άιναρσσον < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άιναρσσον αρσενικό ή θηλυκό