Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ŝuldo < ŝuld- + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ŝuldo (eo)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ŝuld-