Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĝemi < ĝem + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ĝemi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĝemas ĝemanta ĝemata
αόριστος ĝemis ĝeminta ĝemita
μέλλοντας ĝemos ĝemonta ĝemota
υποθετική ĝemus - -
προστακτική ĝemu - -

ĝemi (eo)