Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĉirpi < ĉirp + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ĉirpi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĉirpas ĉirpanta ĉirpata
αόριστος ĉirpis ĉirpinta ĉirpita
μέλλοντας ĉirpos ĉirponta ĉirpota
υποθετική ĉirpus - -
προστακτική ĉirpu - -

ĉirpi (eo)