Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

équitation < λατινική equitatio < equitare (πηγαίνω κάπου με το άλογο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.ki.ta.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

équitation (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία